ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕΤΑΞΥ 1950 - 1967

Παρά τον ασφυκτικό πολιτικό και κοινωνικό κλοιό που δημιουργήθηκε για τις λαϊκές δυνάμεις μετά τον εμφύλιο πόλεμο, το τραγούδι κατόρθωσε να καταγράψει και τα επόμενα χρόνια τα κυριότερα κοινωνικά γεγονότα της χώρας και με την παρουσία του να σηματοδοτήσει μια νέα άνθιση στη δεκαετία του 1960.
Όχι, βέβαια, χωρίς απώλειες.
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, δεν βρισκόταν στη ζωή ή είχε παροπλιστεί η πρώτη γενιά των μεγάλων μουσικών της Μικράς Ασίας.
Όσοι από τους σημαντικούς δημιουργούς συνέχισαν μετά τον πόλεμο, άρχισαν σιγά-σιγά να περνούν στο περιθώριο, ακόμη και οι εμπορικότεροι.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στη δισκογραφία, μεταξύ 1951 και 1959, μόνο δύο τραγούδια του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, παρ' όλες τις αριστουργηματικές δημιουργίες του μεταξύ 1945-1953, εκτοπίζεται από τις εταιρείες δίσκων, όταν, από το 1955 και μετά, αρνείται ν' αντιγράφει ξένες μελωδίες κατά παραγγελία των υπευθύνων των εταιρειών.
Τα ίδια περίπου αντιμετωπίζουν σχεδόν όλοι οι ταλαντούχοι νέοι δημιουργοί της μεταπολεμικής περιόδου.
Μπροστά σ' αυτή τη σοβαρή κρίση, οι επιλογές ήταν λίγες. Συμβιβασμός, περιθωριοποίηση ή ξενιτιά.
Τον τρίτο δρόμο, της ξενιτιάς, ακολούθησε πλήθος δημιουργών και ερμηνευτών, που έφυγαν για την Αμερική, όπως οι: Κώστας Καπλάνης (1920-1997), Σταύρος Τζουανάκος, Τάκης Μπίνης, Γεράσιμος Κλουβάτος, Αργύρης Βαμβακάρης, Νίκος Γούναρης (1915-1964) κ.ά.
Άλλοι, αφού περιόδευσαν και δοκίμασαν να μείνουν, τελικά επέστρεψαν, όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τη Ρένα Ντάλια, ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα, ο Απόστολος Καλδάρας, η Μαρίκα Νίνου (1918-1957).
Οι περισσότεροι από τους συνθέτες περιθωριοποιήθηκαν, με εξαίρεση το Μανώλη Χιώτη, που "επιβίωσε” κάνοντας μια δημιουργική στροφή σε άλλου ύφους τραγούδια και τους ταλαντούχους Απόστολο Καλδάρα και Μπάμπη Μπακάλη, που αποδέχτηκαν για μια περίοδο (1957-1965) να παίξουν το παιχνίδι των εταιρειών, δημιουργώντας εμπορικές επιτυχίες από μετάπλαση αλλοεθνών - κυρίως Ινδικής προέλευσης - μελωδιών.
Στην κατάσταση αυτή συνέβαλαν με τη στάση τους και ορισμένοι τραγουδιστές μεγάλης εμβέλειας, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, ο Στράτος Ατταλίδης, που "βαφτίστηκαν” από κάποιους υπεύθυνους των εταιρειών "συνθέτες” στην πλάτη αλλοεθνών δημιουργών.
Το μουσικό κλίμα προς το τέλος της δεκαετίας του '50 ήταν αρκετά βαρύ και παρά τις προσπάθειες των παλαιότερων συνθετών (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Μητσάκης, Χιώτης, Χρυσίνης), αλλά και νεότερων, όπως ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, ο Παναγιώτης Πετσάς ο Βασίλης Καραπατάκης, να διατηρηθεί ένα ποιοτικό επίπεδο, η κατάσταση είχε τελματώσει και μόνη ελπίδα ήταν η αναμονή κάποιας "έκρηξης", που θα σάρωνε το κατεστημένο.
Η ανατροπή έγινε από δύο νεαρούς συνθέτες, συμμαθητές στο ωδείο, το Μάνο Χατζιδάκι, που είχε ήδη μια δεκαετή παρουσία με επιτυχίες στο θέατρο και τον κινηματογράφο, και το Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος επέστρεφε στην Ελλάδα, μετά από την συμπλήρωση - με υποτροφία - των μουσικών σπουδών του στο Παρίσι.
Το ξεκίνημα μιας νέας περιόδου άνθισης άρχισε το 1959, που μπορεί να θεωρηθεί έτος-σταθμός για την ελληνική δισκογραφία και κράτησε μέχρι το 1967. Η έξυπνη κίνηση του νεότερου των αδελφών Λαμπρόπουλων (του Τάκη), που ανέλαβε τα ηνία της ΕΜΙΑΛ, να δώσει τη δυνατότητα στο Μίκη Θεοδωράκη να ηχογραφήσει τη λαϊκή εκδοχή του κλασικότερου έργου του, του "Επιτάφιου άλλαξε την κατάσταση στα μουσικά πράγματα της εποχής.
Είχαν προηγηθεί δύο εκτελέσεις του έργου, με ερμηνεύτριες τη Νάνα Μούσχουρη και τη Μαίρη Λίντα και επιμέλεια των Μάνου Χατζιδάκι και Βύρωνα Κολάση αντιστοίχως.
Κατά μία, όμως, ευτυχή συγκυρία, ένας σπουδαίος τραγουδιστής της δεκαετίας του '50 από το χώρο του ρεμπέτικου, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, συγκρατούμενος του Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, επιλέγεται από το συνθέτη να τραγουδήσει τον "Επιτάφιο".
Έτσι, και με τη σημαντική συμβολή του Μανώλη Χιώτη στην τελική διαμόρφωση των τραγουδιών αυτών, δόθηκε για πρώτη φορά σ' ένα ποιητικό έργο με θεματολογία από τους εργατικούς αγώνες, λαϊκό ύφος, υψηλή ποιότητα και τεράστια εμπορικότητα.
Μετά από αυτό, άνοιξε οριστικά ο δρόμος για να περάσουν στη δισκογραφία μελοποιημένα έργα μεγάλων ποιητών. Τα αμέσως επόμενα χρόνια, σημαντικά έργα του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Χατζιδάκι ηχογραφήθηκαν, αλλάζοντας την παρακμιακή εικόνα του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του '50.
Έτσι, από το 1962 και μετά, μια νέα γενιά δημιουργών (συνθετών, ερμηνευτών, στιχουργών, μουσικών) αρχίζει να εμφανίζεται σε μουσικές εκδηλώσεις και στη δισκογραφία.
Ανάμεσά τους οι: Σταύρος Ξαρχάκος, Μάνος Λοΐζος, Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Μαρία Φαραντούρη, Σταύρος Κουγιουμτζής, Νότης Μαυρουδής, Διονύσης Σαββόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Φώντας Λάδης, Μάρω Λήμνου, Κωστούλα Μητροπούλου, Γιάννης Νεγρεπόντης, Άκος Δασκαλόπουλος.
Αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο, έρχονται στο προσκήνιο οι δημιουργοί του και κυκλοφορούν, σε νέες εκτελέσεις, πολλά από τα παλιά τραγούδια, αρχικά με πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, που είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση στο λαϊκό ρεπερτόριο της ΕΜΙΑΛ.
Τραγούδια αυτής της περιόδου γίνονται σύμβολα του αγώνα και εμψυχώνουν τους εργαζομένους και τους φοιτητές στις διαδηλώσεις και στις συγκρούσεις τους με την αστυνομία.
Σπάζοντας τα φράγματα της λογοκρισίας, που εξακολουθεί να λειτουργεί, ο Μίκης Θεοδωράκης και οι νεότεροι περνούν στη δισκογραφία σπουδαία έργα.
Κύκλοι τραγουδιών, όπως "Αρχιπέλαγος" (1961), "Πολιτεία” (1961), "Λιποτάκτες” (1961), "Επιφάνεια" (1962), "Το τραγούδι του νεκρού αδελφού” (1962), '"Ένας όμηρος”(1962), σε ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου, Τάσου Λειβαδίτη, Μίκη και Γιάννη Θεοδωράκη, Γιώργου Σεφέρη, Γιάννη Ρίτσου και άλλων, ακολουθούν τον "Επιτάφιο” σε σοβαρότητα, ποιότητα και εμπορικότητα.
Μεγάλοι τραγουδιστές του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Μαρινέλα, η Μαίρη Λίντα, η Γιώτα Λύδια κ.ά. ερμηνεύουν τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.
Τη δεκαετία αυτή, ένας-ένας οι νέοι δημιουργοί περνούν το έργο τους στη δισκογραφία.
Ο Μάνος Λοΐζος κάνει τη δισκογραφική του εμφάνιση με "Το τραγούδι του δρόμου” (1962), σε στίχους Φ. Γ. Λόρκα και μετάφραση Ν. Γκάτσου. Όμως, τα πιο ανήσυχα τραγούδια του, όπως "Ο δρόμος", "Ο Γ Παγκόσμιος πόλεμος", "Το ακορντεόν” κ.ά., δεν ξεφεύγουν από τις δαγκάνες της λογοκρισίας και θα δισκογραφηθούν στη μεταπολίτευση.
Την ίδια τύχη θα έχει και ο κύκλος τραγουδιών με τίτλο "Τα Νέγρικα", που πρωτοπαρουσιάστηκαν στο θέατρο "Κεντρικον , στις 19/4/1967, δύο μέρες πριν το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Ο Χρήστος Λεοντής καταφέρνει να ξεπεράσει τα εμπόδια της λογοκρισίας και ηχογραφεί δύο κύκλους τραγουδιών, την "Καταχνιά” (1964), σε στίχους Κώστα Βίρβου και την "Ανάσταση Ονείρων” (1966), σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ηχογραφεί τον κύκλο τραγουδιών "Διχασμός” (1966) και το "Θησέα (1967).
Ο Σταύρος Ξαρχάκος ξεκινά τη δισκογραφική του παρουσία με μια σειρά τραγουδιών σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, τραγουδισμένων από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, με μεγάλη απήχηση στο λαό, όπως η "Άπονη ζωή", "Φτωχολογιά", "Καισαριανή", "Στα χέρια σου μεγάλωσαν” κ.ά.
Ο νεαρός Διονύσης Σαββόπουλος, που ταλαιπωρήθηκε από τη λογοκρισία, κατόρθωσε να παρουσιάσει τον πρώτο του δίσκο με τίτλο "Φορτηγό” (1966), με ενδιαφέροντα τραγούδια όπως το "Εγερτήριο", που υπέστησαν τις "εγχειρήσεις” των λογοκριτών.
Ο Μίκης Θεοδωράκης συνέχισε την επιτυχή του πορεία με τα τραγούδια των θεατρικών έργων Όμορφη Πόλη” (1962), "Η γειτονιά των αγγέλων” (1963). Ακολούθησε το κορυφαίο "Άξιον εστί (1964), σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και το "Μαουτχάουζεν” (1966) του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Ακολουθεί ένα από τα ωραιότερα έργα του, η "Ρωμιοσύνη” (1966), σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Ο κύκλος τραγουδιών "Γράμματα από τη Γερμανία”, σε στίχους Φώντα Λάδη, λογοκρίθηκαν και πέρασαν στη δισκογραφία μετά τη χούντα.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, αν και γράφει τραγούδια διαφορετικής θεματολογίας, θα υποστεί κι αυτός τις συνέπειες της λογοκρισίας. Έτσι, όταν θα δοκιμάσει να ηχογραφήσει το τραγούδι Ήταν που λέτε μια φορά” (1962), θ' αναγκαστεί ν' αφαιρέσει τους χιουμοριστικούς στίχους που σατιρίζουν το βασιλιά.
Το 1963 έγραψε τη μουσική για την κινηματογραφική ταινία του Ηλία Καζάν (Καζαντζόγλου) "Αμέρικα-Αμέρικα", στην οποία ακούγεται το περίφημο τραγούδι που αναφέρεται στην ξενιτιά "Αστέρι του βοριά .
Οι λαϊκοί συνθέτες του ρεμπέτικου περνούν μία νέα περίοδο ακμής. Οι περισσότεροι συνεχίζουν να ζουν στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά και να γράφουν τραγούδια, που με αμεσότητα καταγράφουν τα προβλήματα των ανθρώπων της δουλειάς.

Ανάμεσά τους, ο Μάρκος Βαμβακάρης γράφει "Τα βάσανά μου”, "Φεγγάρι αν είσαι λαμπερό κ.ά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης την "Πολιορκία", "Φεύγω με πίκρα στα ξένα", "Η συνοικία μου”, "Στα ξένα χέρια", "Τα λιμάνια” κ.ά. Επίσης οι: Απόστολος Καλδάρας, Μπάμπης Μπακάλης, Γιώργος Ζαμπέτας, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος Δερβενιώτης και άλλοι .

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ