ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΜΕΡΟΣ 2ο



ΣΥΝΕΧΕΙΑ
# ΟΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΑΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥΣ Οι μάγκες
Στην Ελλάδα στο τέλος του 19ου αιώνα, οι περιθωριακές ομάδες άρνησης της νέας κατάστασης ήταν οι κουτσαβάκηδες.To 1S97, όμως, διαλύθηκαν από το σκληρό αρχηγό της αστυνομίας Μπαϊρακτάρη, το όνομα του οποίου έμεινε στην ιστορία του άστεως
Λίγο αργότερα δημιουργήθηκαν άλλες ανάλογες περιφερειακές - περιθωριακές ομάδες, οι μάγκες, στην αρχή του 20ού αιώνα.
Οι μάγκες ζούσαν μεταξύ τους σε ένα κλειστό κύκλωμα και η προσωπικότητα του καθένα με τα ιδιαίτερα χαρακτη­ριστικά της ήταν ένα από τα πράγματα στα οποία έδιναν βα­σική σημασία. Ο καθένας συνέβαλε στην ανάπτυξη και συ­νέχιση της ομάδας σύμφωνα με τις ικανότητες του.Άλλος τρα­γουδούσε καλύτερα, άλλος ήταν πιο θαρραλέος ή πιο άντρας στα μαλώματά τους με τα μαχαίρια, άλλος έπαιζε καλύτερα μπαγλαμαδάκι ή μπουζούκι ή χόρευε καλύτερα ή ήταν ο χωρατατζής της παρέας ή, ακόμη, ήταν αυτός που είχε το χώρο, στον οποίο συναντιόντουσαν για να καπνίσουν χασίσι, ν' ακούσουν μουσική και να επικοινωνήσουν με τον τρόπο τους. Οι ίδιοι, λέγανε ότι ξέρανε να ζουν και ότι τους αρέσανε «τα ωραία». Σαν «ωραία» εννοούσαν τη μουσική και τα τραγούδια τους, το χορό, τον έρωτα, την παρέα, το χασίσι.
Παράδειγμα, το να ντυθεί κανείς ωραία, γι' αυτούς σήμαι­νε να μη φορέσει ποτέ γραβάτα. Σαν κατοικία συνήθως είχαν νοικιασμένο ένα δωμάτιο, . στο οποίο πήγαιναν μόνο για να κοιμηθούνε. Η δουλειά δεν περιλαμβανόταν στα «ωραία», ήταν ανα­γκαίο κακό για την επιβίωση και όχι για κατάκτηση κοινωνικής εξουσίας και επιβολής, ούτε για το κέρδος και την επι­θυμία τον χρήματος, στο οποίο δεν αποδίδανε καμιά αξία.Αντίθετα, το χρήμα θεωρείτο η αιτία για τις περισσότερες δυστυχίες, προσωπικές και κοινωνικές. Το χρήμα προκαλούσε ψεύτισμα στο χαρακτήρα των ανθρώπων και κατέστρεφε τις σχέσεις μεταξύ τους.
Για τους μάγκες ο χρόνος δεν ήταν χρήμα.Αντίθετα, ο καιρός που ο καθένας θα ξόδευε για να κερδίσει χρήματα θα έπρεπε να είναι περιορισμένος όσο το δυνατό περισσότερο.Η προσωπικότητα τους, λοιπόν, μετριότανε σύμφωνα με τις δικές τους αξίες και τον τρόπο ζωής τους, που στη βάση αρνιόταν μια καθημερινότητα επιβαλλόμενη από τα έξω. Έξω δηλαδή από τη ζωή της δικής τους κοινό­τητας και των ανθρώπων με τους οποίους είχανε αλισβερίσι. Το ίδιο μικρή σημασία δίνανε και στο σχολείο. Οι μάγκες ξέρανε, μόλις, να διαβάζουν και να γράφουν. Οι εμπειρίες της ζωής και οι δυσκολίες της επιβίωσης ήταν γι' αυτούς το πραγματικό σχολείο που αναγνώριζαν.Συχνά ήταν έτοιμοι να κτυπηθούν με μαχαίρια για να αποδείξουν ποιος ήταν ο πιο θαρραλέος ή για ζητήματα απιστίας, ζήλιας ή για καρφώματα στην αστυνομία.
Αρνιόντουσαν, λοιπόν, όλες τις μορφές επιβολής της επίσημης κρατικής εξουσίας, δηλαδή τη δουλειά, το σχολείο, την οικογένεια, το γάμο, το σπίτι, και η φυλακή ήταν γι' αυτούς απόδειξη θάρρους και παλικαριάς Στη φυλακή δημιουργούσαν ένα κλίμα δικό τους με ιδιαιτέρους άγραφους νόμους διαφορετικούς από τους επίσημους. και εκτός αυτού κατάφερναν και περνούσαν παράνομα το χασίσι.Όπως πολλοί ερευνητές έχουν αναφέρει, και ιδιαίτερα ο Πετρόπουλος, οι ειδικοί χώροι, οι μήτρες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε το «ρεμπέτικο», δηλαδή το περιθωριακό και συγχρόνως το λαϊκό τραγούδι της πόλης, του άστεως, ήταν η φυλακή και ο τεκές. Πληροφορίες και σαφείς ενδείξεις έχουμε για τους χώρους αυτούς εντός Ελλάδας- αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι όλοι αυτοί οι χώροι εκείνη την εποχή (τέλη του ]9ου αιώνα με αρχές του 20ού) στην Ανατολική Μεσόγειο είχαν πάρα πολλά κοινά στοιχεία. Η λέξη «τεκές» σημαίνει στα τουρκικά ιερό των δερβίση­δων οι οποίοι ήταν μουσουλμάνοι μοναχοί, στη συνέχεια αυτή η λέξη σήμαινε το χώρο στον οποίο μαζεύονταν για να καπνίσουν χασίσι.Συνήθως οι τεκέδες ήταν παράγκες ή μικρά δωματιάκια με σκαμνάκια και ντιβάνια πολύ χαμηλά, βαλμένα μ' έναν τρόπο ώστε να σχηματίζουν κύκλο. Πολλές φορές δεν υπήρχαν ούτε καν σκαμνάκια και αυτοί που κάπνιζαν κάθονταν καταγής. Στη μέση είχαν ένα μαγκάλι γεμάτο κάρβουνα αναμμένα. Με αυτά τα καρβουνάκια ανάβανε τους αυτοσχέδιους ναργιλέδες από κονσερβοκούτια ή ξερές κολοκύθες με κομμάτια καλάμια για στόμιο.Αυτοί οι αυτοσχέδιοι ναργιλέδες ήταν οι λεγόμενοι λουλάδες.
Στους τεκέδες γύριζαν οι οργανοπαίκτες που έπαιζαν και τραγουδούσαν τραγούδια, που συχνά τα έφτιαχναν εκείνη τη στιγμή.
Αυτοί οι οργανοπαίκτες ονομάζονταν ρεμπέτες. Αυτη η ονομασία ανάγεται στον 18ο αιώνα, όταν σ' όλη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι οργανοπαίκτες γυρνούσαν στις ταβέρνες, στα κρασοπουλειά και στα καφενεία των πόλεων που ήταν τότε κέντρα παραγωγής και διάθεσης προϊόντων βιοτεχνίας και χειροτεχνίας δημιουργώντας και αυτοσχεδιάζοντας τα τραγούδια τους.Αυτοί οι λαϊκοί οργανοπαίκτες -Αρμένιοι, Τούρκοι, Έλληνες ή άλλης καταγωγής- ονομάζονταν «ρεμπέτ» και επειδή δεν δίνανε καμιά σημασία στις κυβερνητικές αρχές, η παρα­πάνω ονομασία έφτασε να σημαίνει στα τούρκικα τον παράνομο, τον περιθωριακό, τον εκτός νόμου. Αυτή την ονομασία χρησιμοποίησαν και οι Έλληνες στις αρχές του αιώνα μας για να ξεχωρίσουν ποιοι από τους μάγκες ήταν οργανοπαίκτες, δημιουργούσαν τραγούδια και γυρνούσαν στους τεκέδες παίζοντας, τραγουδώντας.
Τα μουσι­κά όργανα που χρησιμοποιούσαν ήταν μπαγλαμαδάκι και μπουζούκι. Αυτά τα όργανα τα παίρνανε μαζί τους και στη φυλακή. Όπως είναι γνωστό, μέχρι το 1936 όσοι συλλαμβάνονταν να καπνίζουν χασίς παρέμεναν στη φυλακή μόνο για τρεις μέρες. Επίσης μπορούσαν να πληρώσουν και κάποιο πρόστιμο και να βγουν. Για περισσότερο καιρό τους κρατούσαν αν είχαν κλέψει ή είχαν παρανομήσει για διάφορους άλλους λόγους.Όταν δεν είχαν μουσικά όργανα στη φυλακή ή τους τα είχανε σπάσει, φτιάχναν αυτοσχέδια, εκεί μέσα. Τα φτιάχνανε σκαφτά από «κομμάτια ξύλο που μπορούσαν να βρουν στην κουζίνα της φυλακής και για χορδές χρησιμοποιούσαν το σύρμα από κομμάτια καλώδιο.Εκείνη την εποχή ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι είχαν τρεις μονές χορδές και λίγο αργότερα απέκτησαν τρεις διπλές χορδές. Τα δύο αυτά μουσικά όργανα είναι εκείνα που αποκλειστικά χρησιμοποιούνται για το ρεμπέτικο. Όλα τα άλλα (π.χ. κιθάρα ή ακορντεόν) χρησίμευαν μόνο για ακομπανιαμέντο.Οπωσδήποτε κάνει εντύπωση η ποσότητα των τούρκικων λέξεων που χρησιμοποιούνται για τη μουσική εκείνου του καιρού αλλά είναι κάτι που μπορούμε να κατανοήσουμε, αν σκεφτούμε ότι, την εποχή της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες οργανοπαίκτες δεν παίζανε μόνο για τους Έλληνες, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν και για τους Τούρκους. Έτσι συχνά ήταν αναγκασμένοι να μάθουν να χρησιμοποιούν τις τούρκικες ονομασίες για τις μουσικές σκάλες, για τα μουσικά όργανα, τις μουσικές κομπανίες, τα τραγούδια κ.λπ.  Ιδιαίτερα γλώσσα που χρησιμοποιείται για τα λόγια του ρεμπέτικου είναι η αργκό που μιλούσαν οι μάγκες, ομάδες κοινωνικές, στις οποίες έχουμε ήδη αναφερθεί. Αυτή η αργκό είναι βασισμένη στη λαϊκή, δημοτική ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιεί πολλές λέξεις με διπλή σημασία. Παράδειγμα η λέξη μπάτσος, που στην καθημερινή κουβέντα θα πει χαστούκι, αλλά στην αργκό σημαίνει χωροφύλακας.
Στην πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου τα τραγούδια είχαν κατά πλειοψηφία θέματα που αναφέρονταν στην θλίψη της ζωής στη φυλακή, στο χασίσι, στην άδικη κοινωνία, ή μιλούσαν για τις διάφορες παλικαριές, που 'καναν οι πιο θαρραλέοι από τους μάγκες, και για τις φιλενάδες τους. Οι χοροί που χορεύονταν με τα τραγούδια του πρώτου ρεμπέτικου ήταν το χασάπικο και το ζεϊμπέκικο.Στο περιβάλλον του τεκέ, αυτοί οι πρώην δημοτικοί χοροί άλλαζαν μορφή, αποκτούσαν περισσότερο βάρος. Παράδειγμα, το ζεϊμπέκικο χορευόταν με τα μάτια μισόκλειστα και με μιαν έκφραση γεμάτη μελαγχολία στο πρόσωπο. Το ζεϊμπέκικο, λοιπόν, αλλάζει και από χορός ανακρυστός για δύο άντρες που ήταν, γίνεται χορός για ένα άτομο που αυτοσχεδιάζει τα βήματα του, εκφράζοντας με τις κινήσεις του την ψυχική διάθεση αυτού που έχει καπνίσει ή αυτού που είναι μελαγχολικός για τη δυσκολία της επιβίωσης των ανθρώπων που ζούσαν στα πέριξ.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ