ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ


Παράλληλα, με την ανάπτυξη της Επτανησιακής και Αθηναϊκής καντάδας, που απετέλεσαν τον κορμό του λαϊκού τραγουδιού στην Ελλάδα του 19ου αι., νέα μουσικά ακούσματα διαμορφώνουν τον τρόπο ψυχαγωγίας των λαϊκών τάξεων, που πυκνώνουν ολοένα την πρωτεύουσα.
Οι ριζες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, που σχετιζόταν με την παράδοση, βρίσκονταν στις μεγάλες και ανεπτυγμένες εστίες του Ελληνισμού, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη.
Η προηγηθείσα εκεί οικονομική ανάπτυξη, σε σχέση με αυτή της απελευθερωμένης Ελλάδας, δημιούργησε συνθήκες αστικού τρόπου ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η αναγκαιότητα κάλυψης των νέων απαιτήσεων της πελατείας προς ψυχαγωγία, δημιούργησε τα ισνάφια (σινάφια) των μουσικών και τραγουδιστών, που ονομάζονταν χαρακτηριστικά παιγνιδιατόροι.
Αν και ομάδες Ελλήνων μουσικών με Αρμένιους και Εβραίους συναδέλφους περιόδευαν στον ελλαδικό χώρο από τις αρχές του 19ου αι. , μόλις το 1873 καταγράφεται στην εφημερίδα "Αλήθεια” η ύπαρξη χώρου που ακούγονται τραγούδια της Ανατολής.
Τα επόμενα χρόνια θα πυκνώσουν τα κέντρα αυτά, αλλά και η παρουσία ομάδων από μουσικούς, που ονομάζονταν κομπανίες ή εστουδιαντίνες.
Αρχιζει η περίοδος των Καφέ-Σαντούρ, Καφέ-Αμάν ή Ωδικών καφενείων ανατολικής μουσικής, που διαρκεί μέχρι και το 1922, χρονιά της μεγάλης ανατροπής.
Ο Θεόδωρος Χατζηπανταζής, στο βιβλίο του "Της Ασιάτιδος μούσης ερασταί... ” (σ. 17), αναφέρει:
"Οι μουσικοί του καφέ-αμάν, κατά το 190 αιώνα, όπως και οι σύγχρονοί τους καραγκιοζοπαίχτες, δε λειτουργούσαν στο πλαίσιο μιας απομονωμένης αγροτικής κοινότητας, με οικονομική και πολιτιστική αυτοτέλεια. Ασκούσαν την τέχνη τους σ' ένα αστικό κοσμοπολίτικο περιβάλλον, ανοιχτό σε πλήθος ετερόκλητες επιδράσεις και νέους ερεθισμούς. Το ρεπερτόριό τους συμπεριλάμβανε, σ' ένα μεγάλο μέρος του, παραδοσιακά τραγούδια της αγροτικής υπαίθρου κι άλλα συγγενικά μουσικά είδη της ευρύτερης παράδοσης της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ίδιοι, όμως, εργάζονταν σ' ένα χώρο βαθύτατα διαβρωμένο, αν όχι ολοκληρωτικά κατακτημένο, από τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και σκέψης. Ταξίδευαν ασταμάτητα ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ανατολής (την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, την Αθήνα) και απολάμβαναν, στις μετακινήσεις τους αυτές, τις κατακτήσεις του τεχνικού πολιτισμού της Δύσης'
Ένα από τα είδη τραγουδιού αυτής της περιόδου, που καταγράφουν τα φαινόμενα της κοινωνικής αδικίας, της ξενιτιάς και των καημών των εργαζομένων, ήταν ο μανές.
Ο τραγουδιστής της Σμύρνης Βασίλης Κονταξής, που περιόδευε στην Ελλάδα, φέρεται ως δημιουργός ή ο πρώτος ερμηνευτής του περίφημου "Ταμπαχανιώτικου” μανέ, που, ένα από τα δίστιχά του, διασώθηκε σε δίσκο γραμμοφώνου στις αρχές του αιώνα, αλλά καταγράφηκε και σε μουσικό καφενείο της Ιεράς Οδού, το 1874:
Το πληγωμένο στήθος μου, πονεί μα δεν το λέει,
Το χείλι μου κι αν τραγουδεί, μα η καρδιά μου κλαίει.
Το 1891 καταγράφεται και το παρακάτω δίστιχο:
Κλαίω κι από τα δάκρυα, τη γη που στέκω βρέχω,
Κι άνθρωπος δεν ευρέθηκε να με ρωτήσει τι έχω.
Η εξάπλωση και αποδοχή του μανέ στην Ελλάδα, από το 1850 έως το 1936, πέρα από τις μεγάλες, κατά εποχές, αντιπαραθέσεις των φιλων και αντιπάλων του, αποδείκνυε ότι ήταν μια εκτονωτική έκφραση για σημαντικά προβλήματα των λαϊκών τάξεων των Ελλήνων, όπου κι αν βρίσκονταν.
Ακόμα και στις ΗΠΑ η διάδοσή του επεκτάθηκε μέχρι και τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Ένα, ακόμη, δίστιχο που μας μεταφέρει ο Χρήστος Σωκρ. Σολομωνίδης στο βιβλίο του "Μνήμη Σμύρνης” (σ. 15), αν και φαίνεται ερωτικού πάθους, μπορεί να θεωρηθεί μήνυμα ανατροπής:
Από το αχ που θα σου πω τρέμουν τα καλντερίμια,
Τρέμουν της Σμύρνης τα τσαρσιά, της Πόλης τα γιοφύρια.
Η κατάθεση της Σμυρνιάς τραγουδίστριας Αγγελικής Παπάζογλου (1899-1983) για το ρόλο του μανέ στην κοινωνική ζωή της Σμύρνης και της Πόλης, δίνει μιά άλλη διάσταση στην ερμηνεία της διάδοσης αυτού του είδους. Διατύπωσε την ορθότερη, μέχρι σήμερα, άποψη, ότι ο μανές αποτελούσε ένα μυστικό κώδικα επικοινωνίας των υποδουλωμένων στους Οθωμανούς Ελλήνων:
'Στις κομπανίες τις Σμυρναίικες και στα "παιχνίδια” λέγαμε το καημό μιας με "μινόρε”. Με βιολοντσέλα , πιάνα ,άρπες ,σαντούρια ,μαντολίνα , κιθάρες ,και βιολια.
Όσα μινόρε και να λέγαμε δεν τα βαριόμασταν ποτέ.
Όλοι παράγγελναν το μινόρε τους και όλοι το άκουγαν με λαχτάρα, γιατί λέγαμε τον πόνο μας που ήμαστε σκλαβωμένοι στην Τουρκιά. Με το "μινόρε” δεν τον ξεχνούσαμε, θέλαμε όλο να τον θυμόμαστε, ν' ανάβουμε μέσα μας καντήλι, ελπίδα, ζεστασιά:
Μόνο μια ώρα χαίρομαι, όταν γλυκοχαράζει,
Που αναπαύεται η καρδιά και δεν αναστενάζει.
. και εννοούσαμε τη σκλαβιά.
Όταν ο κόραξ λευκανθει' και η χιών μαυρίσει,
Τότε κι από το στήθος μου, αυτή η φωτιά θα σβήσει.
. και εννοούσαμε τη σκλαβια
"Μινόρε” ήταν ο τίτλος του πιο φημισμένου και διαδεδομένου μανέ της Σμύρνης, που, μαζί με
το "Τζιβαέρι", το "Ταμπαχανιώτικο", το "Γαλάτα” ή "Αντάμ-αμάν” και το
αποτελούσαν την πεντάδα των αγαπημένων μανέδων της Μικράς Ασίας.

<< ΑΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ.....ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ ΑΠΟ ΚΑΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΘΕΛΕΤΕ ΓΙΝΕΤΕ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΤΟ ΔΕΞΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΜΑΣ Η ΚΑΝΤΕ ΕΝΑ FACEBOOK LIKE...>>


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ