Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1832 - 1922



Μουσική ζωή στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα


Ποια θα μπορούσε να είναι η μουσική ζωή και τα λαϊκά τραγούδια στις πόλεις του νέου Ελληνικού Βασιλείου, στο ξεκίνημα της νέας αυτής περιόδου;

Στην πρωτεύουσα, κατεστραμμένη κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, δεν υπήρχε ούτε ένα μουσικό όργανο. Το 1838 δημιουργείται από Βαυαρούς το πρώτο μουσικό στέκι στην Ιερά Οδό, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, το εξοχικό καφενείο-μπυραρία, που ονομαζόταν "Πράσινο Δεντρί".

Αυτοσχέδιες μουσικές ομάδες Βαυαρών έπαιζαν εκεί γνωστά μουσικά κομμάτια της πατρίδας τους. Το στέκι αυτό διατηρήθηκε, με διάφορες μορφές, μέχρι το 1860, όπου, με το πέρασμα των χρόνων, άρχισαν ν' ακούγονται και ελληνικά τραγούδια, συνθέσεις του Νικολάου Μάντζαρου, του Σπύρου Ξύνδα και άλλων.
Οι
πρώτες επίσημες προσπάθειες για την οργάνωση της μουσικής παιδείας συνδυάζονται με την άφιξη στην Αθήνα του Κερκυραίου μουσικού Δημήτρη Διγενή, μαθητή του Νικόλαου Μάντζαρου (1795-1873), για να διδάξει μουσική.

Το 1843 οργάνωσε τη "Στρατιωτική Μουσική Σχολή και δίδαξε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στο Πολυτεχνείο και στο Διδασκαλείο.

Ένας άλλος σπουδαίος μουσικός, που δίδαξε την εποχή εκείνη, ήταν ο Ανδρέας Σάϊλερ (1834-1903).
Στο
χώρο της ιθύνουσας τάξης επικρατεί αυτά τα χρόνια το Ιταλικό Μελόδραμα και γίνονται οι πρώτες μετακλήσεις καλλιτεχνών από χώρες της Ευρώπης.
Ελάχιστα
στοιχεία υπάρχουν για τη μουσική των λαϊκών τάξεων στην περίοδο του Όθωνα, αφού ο τύπος της εποχής κάλυπτε κυρίως τη δραστηριότητα των μελοδραματικών θιάσων που εμφανίζονταν στα πρωτόγονα θέατρα της Αθήνας και τις εμφανίσεις ξένων ηθοποιών και τραγουδιστών.

Το Ιταλικό Μελόδραμα είχε κατακτήσει τον κορμό της Αθηναϊκής κοινωνίας και οι λαϊκές τάξεις ζούσαν στο περιθώριο της μουσικής αυτής ζωής.

Τα λαϊκά τραγούδια αυτής της περιόδου είτε ήταν δημιουργίες του παρελθόντος, που μιλούσαν για την πατρίδα, την ελευθερία και την απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό, είτε επώνυμες δημιουργίες στο ίδιο περίπου ύφος και περιεχόμενο.

Οι πρώτες οδηγίες του Ιωάννη Καποδίστρια για την ανάγκη διάσωσης των εθνικών-δημοτικών τραγουδιών και της εκκλησιαστικής μουσικής δεν είχαν καμία συνέχεια μετά το θάνατό του, ενώ, ο νόμος του Όθωνα (26/1/1837) περί συστάσεως Ψαλτικής σχολής, έμεινε ανενεργός για άγνωστους λόγους.
Τα
κέντρα συνάθροισης των αγωνιστών της επανάστασης ήταν δύο μικρά καφενεία, κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, όπου οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν για όλα τα θέματα. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν μεγαλώσει με τα δημοτικά ηρωικά τραγούδια και αυτά τραγουδούσαν τις πρώτες δεκαετίες της νέας περιόδου.

Εκτός αυτών, το μόνο είδος που αντηχούσε ήταν: "Ο πλήρης μεν πάθους, αλλά μονότονος "αμανές", ο επί σειράν αιώνων μιάνας την ατμόσφαιραν της Ελλάδος και αποδιώξας και διαφθείρας την γνησίαν Ελληνικήν μουσικήν, είχε προσηλυτίσει πολλούς εκ των Ελλήνων.

Και αίφνης μετά το τέλος ωραίου τινός "κλέφτικου τραγουδιού", υψούτο έρρινος και πλήρης μονοτονίας φωνή άδουσα τουρκικόν αμανέν.

Η ευρωπαϊκή μουσική, η μουσική της μελωδίας και της αρμονίας, δεν ηκούετο πουθενά". (Θ. Συναδινός, "Η Ιστορία της Νεοελληνικής μουσικής 1824-1919",

Πέρα από την άποψη του συγγραφέα, όμοια με αυτή των ευρωπαιοτραφών μουσικών των αρχών του 20ου αι. για το μανέ, η περιγραφή αυτή, που αφορά στα πρώτα χρόνια της μουσικής ζωής της πρωτεύουσας, φανερώνει ότι το είδος αυτό τραγουδιού, που δεν είναι παρά ένα 15σύλλαβο δίστιχο, ήταν ζυμωμένο μέσα στις λαϊκές τάξεις.

Μπορεί να θεωρηθεί ότι τα δίστιχα αυτά αποτελούσαν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, κραυγές απόγνωσης και πάθους, όχι μόνο ερωτικές, αλλά και προερχόμενες από τις άθλιες συνθήκες ζωής.

Λίγα χρόνια μετά, κατά την περίοδο της επικράτησης των Κουτσαβάκηδων στην πλατεία του Ψυρρή, καταγράφηκε ένα τέτοιο δίστιχο, που από μερικούς θεωρήθηκε ο ύμνος του κουτσαβακισμού.

Αποτυπώνει την απόγνωση από  την ανθρώπινη  αδικία:

(Το στήθος μου κατήντησεν βασάνων κατοικία

που κατοικούνε λέοντες και άγρια θηρία ).

Εννοείται ότι η πλειοψηφία των τραγουδιών αυτής της περιόδου - όπως πάντοτε υμνούσε τον έρωτα και το πάθος προς το ωραίο φύλο.
Από την περίοδο αυτή, ο Θεόδωρος Συναδινός διασώζει τα ονόματα τεσσάρων μόνο μελωδών και τραγουδιστών:

Του Στέφανου Κανέλλου (1792-1823), του Κώστα Κοκκινάκη (1781-1831), που

είναι ο συνθέτης του γνωστού τραγουδιού "Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου, του Νικόλαου Φλογαΐτη (1799-1867), που έπαιζε βιολί και του κιθαρωδού Σπύρου Σκούφου. Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα πρώτα αυτά χρόνια του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού ως ρομαντικά από το

πλήθος και το ύφος των ερωτικών τραγουδιών:

(Τους στεναγμούς του στήθους μου

θε να τους φέρει η αύρα

και τα πικρά μου δάκρυα

τα σύννεφα τα μαύρα)

τραγουδούσαν οι νέοι κάτω από τα παράθυρα των παρθένων στην Πλάκα.


(ΑΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΜΑΣ ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ) .......

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ