ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΠΟΛΟΓΙΟΥ

Η μελωδία του κεχριμπαριού

 Πηγή έμπνευσης της δημιουργίας του κομπολογιού αποτέλεσε η ανάγκη των Ελλήνων να εξωτερικεύσουν την ψυχή τους.

Εδωσαν σε αυτές τις δεμένες αναμεταξύ τους χάντρες αυτό που διακαώς ποθούσαν και εκείνοι...
Ελευθερία.

Ετσι, η πρώτη αλλαγή που επέφεραν στα τούρκικα προσευχητάρια ήταν να αυξήσουν το μήκος του σπάγκου, ο οποίος συγκρατούσε έως τότε ασφυκτικά τις χάντρες στη θέση τους, και με αυτόν τον τρόπο να δώσουν ελευθερία κίνησης σε αυτές.

Ισως να έβλεπαν στη μορφή της κάθε χάντρας, τους ίδιους τους εαυτούς τους, οι οποίοι ήθελαν να επαναστατήσουν ενάντια στην αιχμαλωσία και να διεκδικήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης ζωής και έκφρασης.

Επιφέροντας πρώτοι αυτή την αλλαγή, ανακάλυψαν ένα μυστικό:
· Οι κεχριμπαρένιες χάντρες πέφτοντας η μία πάνω στην άλλη παράγουν μια μοναδική, υπέροχη μελωδία.

Κι όμως, δεν ήταν αυτό το μόνο στοιχείο των νέων δημιουργημάτων που είχε κερδίσει τις καρδιές των Ελλήνων.

Ηταν και η υφή της κάθε χάντρας, η οποία γλιστρώντας από τα δάχτυλά τους άφηνε σε αυτά ένα ευχάριστο χάδι, σαν να τους ευχαριστούσε που την άφηναν ελεύθερη, να μιλήσει, να εκφραστεί, να κάνει αισθητή την ύπαρξή της.

Υπάρχουν βέβαια και άλλα γνωρίσματα που καθιστούσαν τα πρώτα εκείνα κομπολόγια τόσο ιδιαίτερα.

Ηταν το χρώμα τους, το οποίο απέπνεε μια πρωτόγνωρη ζεστασιά και σε προσκαλούσε να πάρεις το κομπολόι στα χέρια σου, να το αισθανθείς, να γίνεις ένα με αυτό, να συνυπάρξετε αρμονικά, σαν δύο πολύ καλοί φίλοι.

Αυτή η πανδαισία αισθήσεων, η οποία αποκαλυπτόταν σε όποιον άγγιζε αυτά τα παλιά κεχριμπαρένια κομπολόγια, ζωνόταν το υπέροχο άρωμά τους.

Τρίβοντας τις χάντρες μεταξύ τους, ο κάτοχος ενός κεχριμπαρένιου κομπολογιού αφήνει να αναδυθεί μέσα από την ψυχή του κομπολογιού η πραγματική του αξία.

Ευχάριστο και διακριτικό, το άρωμα του απολιθωμένου ρετσινιού σε μεταφέρει αυτομάτως σε άλλο κόσμο.

Είναι σαν να σε ταξιδεύει στην καρδιά ενός δάσους, όπου τα αρώματα των γύρω φυτών και δέντρων συνθέτουν το τέλειο φυσικό άρωμα.

Το νέο δημιούργημα ήταν όπως ακριβώς και ο πρόγονός του, το μουσουλμανικό προσευχητάρι.

Διατηρήθηκε και το μεγαλύτερο κομμάτι του προσευχηταριού, το οποίο ήταν φτιαγμένο από το ίδιο υλικό των χαντρών και από το οποίο ξεκινούσαν και τελείωναν οι χάντρες του κομπολογιού, αυτό που οι Τούρκοι ονόμαζαν Αλλάχ, το οποίο οι Ελληνες μετονόμασαν σε παπά (ή θυρεό).

Η μικρή διαχωριστική χάντρα που παρεμβαλλόταν ανά 11 χάντρες συνήθως παρέμενε στο κομπολόι, διότι πέρα από τη διακόσμηση που προσέφερε, είχε την ικανότητα να αλλάζει την τονικότητα του ήχου της κάθε χάντρας που έπεφτε πάνω σε αυτήν, κάνοντας την παρέα με το κομπολόι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

Οι Ελληνες δεν έδωσαν ένα τυχαίο όνομα στο νέο τους δημιούργημα.

Το «βάφτισαν» κομπολόι, ονομασία η οποία παραπέμπει στα γνώριμά τους προσευχητάρια, τα κομποσκοίνια, σε κάθε κόμπο των οποίων οι κάτοχοί τους έλεγαν και μία προσευχή.

Ετσι λοιπόν από τα συνθετικά «κόμπος» και «λέω» δημιουργήθηκε η λέξη «κομπο-λόι».

Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνταν τα κομπολόγια ήταν απλός.

Κρατώντας και τους δύο στοίχους χαντρών με το ένα ή τα δύο χέρια τους, άφηναν μία μία τις χάντρες ελεύθερες να «μιλήσουν».

Ο κρότος που γεννιόταν από τη σύγκρουση των μεγάλων χαντρών του κομπολογιού έμοιαζε με τον ήχο μιας καμπάνας που χτυπά.

Σαν να επρόκειτο για ένα κάλεσμα του λαού, μια ένδειξη αδελφοποίησης ανάμεσα σε όσους εμπλούτιζαν αυτήν τη μελωδία σεμνά και ταπεινά με τον ήχο του δικού τους κομπολογιού.

Ισως, αυτός ο ήχος να έφτανε στις καρδιές των ελεύθερων-κατακτημένων Ελλήνων, να τους ζέσταινε, να τους εμψύχωνε και συνάμα να τους προετοίμαζε για την επικείμενη επανάσταση εναντίον των κατακτητών τους. 


                                                       Οι δρόμοι της ιστορίας του κομπολογιού

 Από τις χώρες της Ανατολής, στην Τουρκοκρατία, ώς τις μέρες μας, με μικρές αλλαγές, δημιουργήσαμε ένα ξεχωριστό, μοναδικό αντικείμενο στο οποίο εκφραζόταν το ελληνικό μεράκι και ταμπεραμέντο

Ξεκινώντας να βαδίζουμε το μονοπάτι της ιστορίας του κομπολογιού θα πρέπει να φύγουμε από την Ελλάδα και να ταξιδέψουμε στις χώρες της Ανατολής, στις οποίες η επικρατούσα θρησκεία είναι ο ισλαμισμός.

Σε αυτές τις χώρες κατασκευάστηκαν πριν από πολλά χρόνια οι πρόγονοι του ελληνικού κομπολογιού, τα ισλαμικά προσευχητάρια (ροζάρια).

Στην Ελλάδα, αυτά τα προσευχητάρια έφτασαν στα χέρια των Τούρκων κατακτητών μας, την περίοδο από το 1453 έως το 1821.

Οι αλλαγές που επιφέραμε σε αυτά ήταν μικρές, αρκετές όμως για να δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό, μοναδικό αντικείμενο, το οποίο ονομάσαμε κομπολόι, στο οποίο εκφραζόταν το ελληνικό μεράκι και ταμπεραμέντο.

Τα προσευχητάρια (κομποσκοίνια) των μουσουλμάνων ήταν οι πρόγονοι των σημερινών κομπολογιών

Στην αναζήτησή μας για την προέλευση αλλά και τον λόγο ύπαρξης των προσευχηταριών με χάντρες, γινόμαστε οδοιπόροι και ξεκινάμε ένα ταξίδι μεγάλο, τόσο στον χρόνο όσο και σε πολλές χώρες του κόσμου.

Από τα πανάρχαια χρόνια, άνθρωποι από διάφορες χώρες και θρησκείες χρησιμοποιούσαν χάντρες περασμένες σε κορδόνι, για να μετράνε τις προσευχές που απηύθυναν στους θεούς τους.

Από τους πρώτους λαούς που επινόησαν και χρησιμοποίησαν αυτά τα αντικείμενα ήταν οι αρχαίοι Ελληνες, οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν κυρίως κατά τη διάρκεια των Ελευσίνιων μυστηρίων.

Επίσης, οι βουδιστές μοναχοί χρησιμοποιούσαν από πολύ παλιά τέτοιου είδους περίτεχνα αντικείμενα, τα οποία συνήθιζαν να κρεμάνε στον λαιμό τους σαν φυλαχτά, τις ώρες που δεν προσεύχονταν.

Αυτό φυσικά είναι πολύ γνώριμο στους Ελληνες, επειδή τόσο οι Ορθόδοξοι χριστιανοί μοναχοί όσο και οι Καθολικοί κρεμούν στον λαιμό τους μακριά κομποσκοίνια, τα οποία συχνά ξεκρεμάνε και χρησιμοποιούν για την απαρίθμηση των πολυάριθμων προσευχών τους.

Το ελληνικό κομπολόι όμως είναι αναδημιουργία του μουσουλμανικού προσευχηταριού.

Οι Τούρκοι, σε αντίθεση με άλλους λαούς, αντί να κρεμάνε τα προσευχητάρια στον λαιμό τους ή να τα δένουν γύρω από τους καρπούς των χεριών τους, συνήθιζαν να τα κρατάνε στα χέρια τους και να τα περιεργάζονται με τα δάχτυλά τους.

Επρόκειτο για φυλαχτά φτιαγμένα από υλικά υψηλής ποιότητας (κεχριμπάρι ή προσμείξεις αυτού με άλλα υλικά) και για τον λόγο αυτό ήταν πολύ ευχάριστο και χαλαρωτικό για τον κάτοχό τους να αισθάνεται την υφή τους στις άκρες των δαχτύλων του.

Επίσης, αυτά τα προσευχητάρια αποτελούσαν πολλές φορές ένδειξη της κοινωνικής ή οικονομικής ισχύος που είχε κάποιος Τούρκος, εφόσον αυτά που είχαν δημιουργηθεί από ατόφιο κεχριμπάρι ήταν πανάκριβα και ως εκ τούτου το προνόμιο της κατοχής τους το απολάμβαναν συνήθως μονάχα οι πασάδες και οι αγάδες της εποχής.

Ο αριθμός των χαντρών σε ένα μουσουλμανικό προσευχητάρι είναι 99, όσες και οι προσευχές στον Αλλάχ (ή ονόματα του Αλλάχ).

Ενα τέτοιο προσευχητάρι όμως είναι αρκετά μεγάλο και ακριβό, γι' αυτό έχει μειωθεί σε προσευχητάρι 33 χαντρών, το οποίο ο προσευχόμενος θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τρεις φορές, μετρώντας μία μία τις χάντρες του, προκειμένου να ολοκληρώσει τον πλήρη αριθμό των προσευχών του.

Κάποτε ένας Αιγύπτιος μου αποκάλυψε ότι ο αριθμός 33 είναι σημαντικός γι' αυτούς, επειδή αντιπροσωπεύει τα χρόνια της ζωής του Χριστού στη Γη, μιας και οι μουσουλμάνοι αναγνωρίζουν και πιστεύουν στον Ιησού Χριστό.

Σε αυτά τα προσευχητάρια βρίσκουμε μία μικρότερη χάντρα που παρεμβάλλεται ανά 11 χάντρες, η οποία τα διακοσμεί πολύ όμορφα.

Αυτό είναι ένα σημείο στο οποίο ο προσευχόμενος μπορεί να διακόψει για λίγο τις προσευχές του, δίχως να χάσει την αρίθμησή τους ή ένας τρόπος να επαληθεύσει ότι βρίσκεται στη σωστή προσευχή και ότι έχει μετρήσει σωστά έως και το συγκεκριμένο σημείο.

Ολες οι χάντρες είναι περασμένες σε σπάγκο, ο οποίος κλείνει συγκρατώντας τες ασφυκτικά κοντά τη μία με την άλλη. Οι μουσουλμάνοι κράταγαν με το ένα χέρι τους τον έναν στοίχο χαντρών μονάχα και σπρώχνοντας μία μία τις χάντρες προς τα κάτω με τον αντίχειρά τους, εύκολα άλλαζαν χάντρες και συνέχιζαν το μέτρημα προς τα πάνω.

Ξεκινούσαν και κατέληγαν σε ένα πολύ περίτεχνο κομμάτι, το οποίο ονόμαζαν Αλλάχ.

Αυτό ήταν πιο επίμηκες και η μορφή του θύμιζε θόλο τζαμιού.

Στην κορυφή αυτού συνήθιζαν να τοποθετούν περίτεχνα φτιαγμένες φούντες ολοκληρώνοντας έτσι το προσευχητάρι.

Οι Ελληνες βλέποντας και αγγίζοντας τα κεχριμπαρένια προσευχητάρια των Τούρκων, γοητεύτηκαν από την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητά τους και θέλησαν να τα προσαρμόσουν στη δική τους κουλτούρα και πολιτισμό.

Ετσι λοιπόν γεννήθηκε το κομπολόι. *

1 σχόλιο:

  1. ΤΕΛΙΚΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΧΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΑΓΝΟΟΥΜΕ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ