ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΟΣ (ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ) 1919 - 1977

ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ)

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1919.
 Στο πάλκο σαν τραγουδιστής μπουζουξής, ανέβηκε σχεδόν παιδί, Το 1936, και  γι’ αυτό έγινε γνωστός με το όνομα «Μαρινάκης».
Παράλληλα ασχολήθηκε με γράψιμο ρεμπέτικων.
Σαν τραγουδιστής, μουσικός συνθέτης ακολούθησε τη σχολή τού Μάρκου Βαμβακάρη.
Είναι αυθόρμητος πηγαίος. Τα τραγούδια του όλα πάνω σε δικούς του στίχους ανήκουν στα Κλασικά δείγματα τού ρεμπέτικου.
H προσφορά του είναι θεμελιώδης για την πορεία της  λαϊκής μας μουσικής.
Ασυμβίβαστος ανυποχώρητος εξακολουθεί να αποτελεί κεφάλαιο για το ρεμπέτικο. "Άφοβα μπορεί να ειπωθεί πώς είναι ένας τούς μεγάλους τού ρεμπέτικου. Οι πρόσφατες συνθέσεις του αποτελούν απόδειξη πώς ρεμπέτικο μπορεί να γραφτεί και σήμερα.
Ο αριστερών πεποιθήσεων Μαρινάκης Τραγούδησε με πάθος τούς καημούς του λαού μας, τα βάσανα τούς αγώνες του στην Κατοχή, την αγάπη, Τον πόθο για μια άσπρη μέρα. Ο Μαρίνος Γα6ριήλ είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος Τής «λε6έντικης» νοοτροπίας στο ρεμπέτικο.
Πολλά Τα τραγούδια του Έχουν γίνει μεγάλες επιτυχίες. Τα τραγούδησαν στους δίσκους ο Στράτος, ή Μπέλλου, ή Χρυσάφη, ό ίδιος κ.α. "Όλα τους Έχουν μέσα μια ρεμπέτικη αντρειοσύνη. "Όμως σέ μερικά από' αυτά είναι διάχυτο ένα παράπονο…. Ξέσπασμα ίσως για μια βασανισμένη ζωή.
'O Μαρινάκης άρχισε να δουλεύει από δέκα χρονών.
(Το σπίτι μου ήταν φτωχό κι Έτσι αναγκάστηκα  από  πολύ μικρός να μπω στη βιοπάλη.
Τότε έμενα στην οδό Κανελλοπούλου, στη συνοικία Καλοκαιρινού, λίγο παραπάνω από τα Βούρλα.
"Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών όταν άρχισα τη δουλειά. Σαν γίνηκα 15 χρονών δούλευα σε ένα χοντροχασάπη,  Τον Γιάννη Φάνη. Το χασάπικο ήταν στην Καστέλα κάτω από το καφέ σανταν τού Μπάση και έτσι χρειαζόμουνα δυο ώρες πηγαινέλα να φτάσω με τα πόδια. Τότες δουλεύαμε όλες τις καθημερινές και τη Κυριακή το πρωί Δεν ξέραμε  Τί θα πει ξεκούραση. "Όμως παρ' όλο πού 'πέφτα το βράδυ ξερός από την  κούραση δεν έψαχνα να βρω άλλο αφεντικό.
Γιατί αγαπούσα και καμάρωνα Τον Γιάννη Φάνη. Αυτός ήταν παλιός μάγκας, περπατημένος σεβαστός και στους καλούς και στους κακούς
Το σπουδαιότερο όμως ήταν  ότι  έπαιζε σπάνιο μπουζούκι. "Ήξερε όλους τούς δρόμους και είχε δυο παλιά μπουζούκια. Κάθε μεσημέρι, πριν σκολάσουμε, Κάναμε γενική καθαριότητα, πλύσιμο τζάμια, σφουγγάρισμα κλπ. Μια Κυριακή λοιπόν είχε τελειώσει ή καθαριότητα κι ετοιμαζόμουνα να πάω στο σπίτι. Ο Φάνης με είχε' σαν παιδί του.
' 'Μαρινάκη' , μού λέει , πάμε σπίτι μου να φάμε".
Θα αργήσω και θα ανησυχεί η μάννα του απάντησα
Δεν θα αργήσεις και θα της πω πως σε κράτησα για φαγητό μου λέει
Πήγα λοιπόν Μετά το φαΐ μεράκλωσε κι άρχισε να παίζει μπουζούκι.  Τον άκουγα και τον κοίταγα με ανοιχτό στόμα. Πήρα στα χεριά  μου το δεύτερο μπουζούκι του
Σαν μ' είδε με  το μπουζούκι στο χέρι με ρώτησε :
Ξέρεις, ρέ Μαρινάκη, να παίζεις μπουζούκι¨?
Τού λέω : Κάτι λίγο αλλά πού λεφτά για όργανο
Και τότε……. μεγάλη καρδιά σου λέω, μάγκας με τα όλα του……. με χτυπάει στον ώμο
Λέγοντάς μου: Στο χαρίζω. Στα χέρια σου δεν θα κακοπάθει ΓΙρόσεξέ το όμως γιατί το πονάω σαν παιδί μου. "Αν ποτέ θελήσεις να το πουλήσεις φέρ' το σέ μένα δώσω τα διπλά Από όσα σού δώσουν.
Αυτό 'ήταν' Το πρώτο μου μπουζούκι. Το έχω ακόμα ,το πιάνω στα χέρια μου μόνο επίσημες ώρες για να θυμάμαι τον πρώτο μου δάσκαλο.
Μετά Κάνα χρόνο παράτησα Το χασάπικο και βγήκα στη ρεμπέτικη, την μπουζουξίδικη πιάτσα. Θα 'ήταν γύρω στα 1936...
Δούλεψα σχεδόν  με όλους τους παλιούς. Όλοι τους άλφα – άλφα κι ας λένε οι εχθροί μας ότι τους κατέβει. Όμως η συνεργασία μου με δυο άτομα ήταν άλλο πράγμα. Ο ένας ήταν ο Φώτης Μιχαλόπουλος , αδερφός του κουμπάρου μου του Παναγιώτη που του .έχω βαφτίσει το εγγόνι και ο άλλος ο Ηλίας Ποτοσίδης.
Και με τους δυο περάσαμε και άσπρες και μαύρες μέρες…….και χορτάσαμε και πεινάσαμε.
Ο Φώτης ήταν πολύ μεγάλος τραγουδιστής . Δεν πρόφτασε όμως να δείξει την αξία του και πέθανε στα 48 του χρόνια το 1967.Ο Ηλίας ξενιτεύτηκε στην Αμερική και εκεί χαλούσε κόσμο.
Στις άσχημες μέρες δεν σταυρώσαμε τα χέρια. Φτάνει μόνο να σου πω πως ο Ποτοσίδης όταν χρειάστηκε έκανε και τον λούστρο. Το λέω με καμάρι για τον φίλο μου αυτό γιατί δεν έπεσε στην παρανομία αλλά στάθηκε παλληκάρι και στην άσχημη του ώρα.
Έτσι είμαστε εμείς οι ρεμπέτες…….Άλλο ρεμπέτης και άλλο παλιάνθρωπος. Ρεμπέτης με σηκωμένα χέρια δεν υπάρχει.
Και με τους δυο βγήκα πολλές φορές στο σφουγγάρι.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή γυρνάγαμε από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζαμε και τραγουδούσαμε και μετά βγάζαμε πιατάκι το λεγόμενο σφουγγάρι. Δεν κλέψαμε , δεν αδικήσαμε ,και δεν βγήκαμε στη δούλεψη της ρουφιανιάς.
Όχι μόνο εμείς οι τρείς…αλλά και ο Μάρκος  ο Γενίτσαρης,  ο Μπαγιαντέρας ο Κηρομύτης  ο Ρούκουνας ο Χατζηχρήστος και άλλοι….
Σφουγγάρι , σφουγγάρι , αλλά το κούτελο καθαρό και το κεφάλι ψηλά.
Και οι μικρασιάτες το ίδιο……ένας κι ένας κι αυτοί……..λεβεντόπαιδα
Τότες δεν κοιτάγαμε ποιος ήταν πρώτος και ποιος δεύτερος.
Τα παράσημα τα παίρναμε επάνω στο σανίδι και όχι στις φωτεινές επιγραφές και στα μεγάλα γράμματα……..
Ο ΜΑΡΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΘΑΝΕ ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1977
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΡΙΝΑΚΗΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΣΑΜΙΩΤΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ , ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΙΡ ΑΛΛΑΧ .κ.α.
<![endif]-->

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ