ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ (ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ) 1903 - 1985

Ο Μπαγιαντέρας, κατά κόσμο Δημήτρης Γκόγκος, γεννιέται στις 28 Φεβρουαρίου 1903 στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, ως το τελευταίο (ή το πρωτοτελευταίο) από τα 22 παιδιά ενός ευκατάστατου υπαξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πόρο και της υδραίας συζύγου του. Ο πατέρας είχε κτήματα στον Πόρο και μπορούσε να θρέψει με άνεση την πολυμελέστατη οικογένειά του, κάνοντας όνειρα για τον βενιαμίν να ακολουθήσει τα βήματά του στο Λιμενικό Σώμα.
Ο Δημήτρης τον δικαιώνει σημειώνοντας άριστες επιδόσεις στο σχολείο. Αφού τελειώνει με επαίνους το (τεταρτάξιο) Γυμνάσιο, φοιτά σε τεχνική σχολή ηλεκτρολόγων και παίρνει το χαρτί, αν και δεν θα ασκήσει ποτέ την τέχνη του. Ο έφηβος είχε κλίση στον αθλητισμό και ασχολούνταν στα σοβαρά με τη γυμναστική και την πάλη, αν και ανακάλυψε γρήγορα στη ζωή του τις παράνομες δουλειές του ποδαριού και τον κόσμο του περιθωρίου, που φαινόταν να τον ελκύει περισσότερο από καθετί άλλο.
Το «Μπαγιαντέρας» προέρχεται από τη μεγάλη του αγάπη, την οπερέτα του Έριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα», η οποία παιζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 στα θέατρα Αθήνας και Πειραιά. Ο Γκόγκος τη διασκεύασε για μπουζούκι, την έπαιζε συνέχεια και το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο δεν άργησε να έρθει.
Παράλληλα, ανακαλύπτει εξίσου νωρίς το μπουζούκι, που θα ανατρέψει την οικογενειακή γαλήνη, καθώς η φαμίλια δεν ήθελε να τον δει με τίποτα μπουζουξή. Ο «ηλεκτριστής» (όπως έλεγε το επάγγελμά του ο ίδιος) περνά για ένα φεγγάρι από τις φάμπρικες της Δραπετσώνας και το χαμαλίκι του λιμανιού, μαθαίνει μαντολίνο, κιθάρα και βιολί και από το 1924 ερωτεύεται παράφορα το μπουζούκι και τον μπαγλαμά και όσα αυτά πρέσβευαν την εποχή εκείνη.
Κοντόσωμος, αλλά εύρωστος, χειροδύναμος και αθλητικότατος, ο Γκόγκος ασχολήθηκε ενεργά με την ελεύθερη και την ελληνορωμαϊκή πάλη. Όπως ομολογούσαν όλοι, ήταν πραγματικός μάγκας και κύριος σε όλα του, ένα ατρόμητο παλικάρι που παραήταν ίσως σκληρό καρύδι στα νιάτα του. Όπως εξάλλου σημείωναν οι άλλοι ρεμπέτες με νόημα, στη ζωή του δεν πείραξε κανέναν αλλά και δεν επέτρεψε να τον πειράξει κανείς.
Ο παλιός αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης ήταν μια έντονη προσωπικότητα που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Η ατρόμητη ψυχή του θα τον μετέτρεπε σε φόβο και τρόμο των κουτσαβάκηδων της δεκαετίας του '30, μιας και για να επιβιώσει στους κακόφημους τεκέδες του Πειραιά έπρεπε να γίνει εξίσου σκληρός με το σινάφι. Οι παλιοί ρεμπέτες το έλεγαν εξάλλου με καμάρι πόσες φορές καθάρισε ο Μήτσος για πάρτη τους σε καυγάδες και φασαρίες.
Ο Μπαγιαντέρας έζησε πραγματικά σκληρά χρόνια, τα οποία ακολουθήθηκαν από ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες, καθώς ήταν δηλωμένος κομμουνιστής σε καιρούς χαλεπούς για τη χώρα μας. Ταυτοχρόνως, ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος και ατίθασος, σωστός βίος και πολιτεία, διατηρώντας σχέσεις με τον υπόκοσμο και την πιάτσα.
Μπλεγμένος με ναρκωτικά και κακές παρέες στα μικράτα του, μέχρι και φυλακή έκανε για τις παράνομες δραστηριότητές του. Ξέκοψε όμως, καθάρισε και προσπάθησε να μπει στον ίδιο δρόμο, όταν τη βρήκε και πάλι από κει που δεν το περίμενε: από τα φρονήματά του.
Βγαίνοντας από τη στενή το 1930, ο Μπαγιαντέρας σεργιανά στα γνωστά και κακόφημα στέκια του Πειραιά όπου παιζόταν το ρεμπέτικο. Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και γνώστης του μπαγλαμά, γνωρίζεται με τους κύκλους του ρεμπέτικου, συνάπτει καρδιακές σχέσεις με τους άλλους μεγάλους ρεμπέτες μας και φτιάχνουν την ανεπανάληπτη μουσική παρέα που θα εξελισσόταν σύντομα στην «Πειραιώτικη Κομπανία».

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Μπάτης και τα άλλα βαριά χαρτιά του ρεμπέτικου τον κάνουν φίλο, εκτιμούν τις συνθέσεις του και του ανοίγουν έτσι την πόρτα για τη δισκογραφία, τις φωνογραφήσεις στο εργοστάσιο της Κολούμπια δηλαδή. Ο Μπαγιαντέρας τους ανταποδίδει την αβρότητα με δυο χασικλίδικα κομμάτια, ενταγμένα απόλυτα στο ύφος της εποχής.
Απείθαρχος και αδάμαστος, δεν έχασε τον ιδιαίτερο τσαμπουκά του ούτε όταν τυφλώθηκε το 1941. Τα αντάρτικα που τραγουδούσε στην Κατοχή θα του έφερναν ξύλο με το τσουβάλι από τους Γερμανούς αλλά και τους δοσίλογους έλληνες συνεργάτες τους, αν και ο μπαρμπα-Μήτσος δεν σταμάτησε να τραγουδά για την ελευθερία ούτε στιγμή.
Οι ευαίσθητοι και ρομαντικοί στίχοι του ύμνησαν προπολεμικά τον έρωτα όσο λίγοι, αν και όταν θα ερχόταν ο Β’ Παγκόσμιος και η Κατοχή, ο αριστερός Μπαγιαντέρας θα μετατρεπόταν σε πολιτικοποιημένο καλλιτέχνη που θα υμνούσε τον αντιστασιακό αγώνα κατά του βάρβαρου κατακτητή!
Αφού πολέμησε γενναία στο αλβανικό μέτωπο, έγραψε αντιπολεμικά και επαναστατικά ρεμπέτικα τραγούδια, την ώρα που τυφλώνεται, δίνοντας στους στίχους του κάτι από τη σκοτεινιά και τα βάσανα της προσωπικής του οδύσσειας.
Ο ιδιαίτερος αυτός ρεμπέτης έγραψε τουλάχιστον 130 αξέχαστα τραγούδια σε μια καριέρα που απλώθηκε σε έξι σχεδόν δεκαετίες. Ερωτικά, καντάδες, βαριά ρεμπέτικα, απ’ όλα είχε ο μπαξές του σπουδαίου μουσικού, ο οποίος αναγκάστηκε να κρατήσει στα συρτάρια του καμιά σαρανταριά τραγούδια, μιας και δεινοπάθησε από τη λογοκρισία και την υποκρισία των Αρχών.
Κι αυτός ο μεγάλος του πενταγράμμου κατέληξε στο περιθώριο της κοινωνίας να ζητιανεύει με τον δίσκο δίπλα στην κόρη του, θύμα της αναπηρίας του, των αριστερών φρονημάτων αλλά και του θανάτου του παλιού ρεμπέτικου…
Η «Καπνουλού μου όμορφη», γραμμένη το 1934 για την τότε αγαπημένη του (και κατοπινή σύζυγό του) Δέσποινα Αραμπατζόγλου, κομμουνίστρια και δραστήρια συνδικαλιστικά καπνεργάτρια στον Παπαστράτο, και το «Πάντα με γλυκό χασίσι» κυκλοφορούν τον Σεπτέμβριο του 1935 και τον καθιερώνουν μουσικά.
Ο Γκόγκος εγκατέλειψε ωστόσο γρήγορα τη σκληρή θεματολογία των ναρκωτικών και της φυλακής και στρέφεται στις ερωτικές λαϊκές καντάδες, που θα τον μετατρέψουν εκεί στον Μεσοπόλεμο στον πιο ερωτικό ρεμπέτη δημιουργό!
Γνωστός ήδη ως φωνή της εργατιάς και της προσφυγιάς, ο Μπαγιαντέρας γράφει σωρεία κανταδόρικων ρεμπέτικων μεταξύ 1936-1940, τα οποία ερμηνεύει τόσο ο ίδιος όσο και οι Παγιουμτζής και Στελλάκης Περπινιάδης, την ίδια ώρα που έχει τον νεαρό δεξιοτέχνη του τρίχορδου μπουζουκιού Μανώλη Χιώτη πάντα στην ορχήστρα και τις γραμμοφωνήσεις.
Μια σειρά από τα ωραιότερα και μελωδικότερα ρεμπέτικα φέρουν την υπογραφή του: το «Χατζηκυριάκειο («Από βραδύς ξεκίνησα») έρχεται το 1937, το «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια» («Γυρνώ σαν νυχτερίδα») και το «Όμορφη Σμυρνιά» το 1938 και τα «Μ’ έχεις μαγεμένο» («Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει»), «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» («Το τραγούδι της αγάπης») και «Μάτια γλυκά και γαλανά» το 1940!
Δικαίως ο Γκόγκος γίνεται ένα από τα επίλεκτα μέλη της μεγάλης σχολής του ρεμπέτικου και τώρα τον σέβονται και τον παραδέχονται όλοι. Ο Βασίλης Τσιτσάνης παίζει μπουζούκι στις ηχογραφήσεις, πλάι στον Μπαγιαντέρα και τον Χιώτη, ο Παγιουμτζής γίνεται η φωνή του, και ο Γκόγκος αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των λαϊκών πάλκων μεταξύ 1935-1941.
Η μεγάλη φόρα του Μπαγιαντέρα στο ρεμπέτικο πεντάγραμμο ανακόπτεται αιφνιδίως τον Ιούνιο του 1941, δύο μήνες μετά την είσοδο των κατακτητών στη χώρα μας, όταν τυφλώνεται ξαφνικά πάνω στο πάλκο. Το γλαύκωμα που τον ταλαιπωρούσε επιδεινώθηκε τάχιστα, στερώντας του το φως του.
Ο ευαίσθητος και ρομαντικός Μπαγιαντέρας βιώνει τη σκληρότητα της Κατοχής και την ταπείνωση της σκλαβιάς όπως και κάθε άλλος Έλληνας, ο δικός του ψυχισμός εξεγείρεται όμως και βρίσκει μια νέα έκφραση. Όταν πληροφορείται από κομμουνιστικούς κύκλους για τον αντάρτικο αγώνα κατά του κατακτητή, είναι πλέον τυφλός και ανήμπορος να πολεμήσει. Αυτό το παλικάρι που δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του είναι παροπλισμένο, στρέφεται λοιπόν στο μόνο όπλο που έχει για να υπηρετήσει την Αντίσταση, το μπουζούκι.
Όταν πέφτουν οι πρώτες τουφεκιές της Εθνικής Αντίστασης, ο Μπαγιαντέρας είναι εδώ να τη συνδράμει με το θεματικό τραγούδι και το αδούλωτο πνεύμα του, θέλοντας να δώσει κουράγιο στους αγωνιστές που χύνουν το αίμα τους στα βουνά για την ελευθερία, που όπως λέει είναι πολυτιμότερη ακόμα και από το φως των ματιών του. Ο «τυφλός ραψωδός της Αντίστασης» γεννιέται και είναι μάλιστα όσο τσαμπουκάς υπήρξε άλλοτε, καθώς δεν διστάζει να τραγουδά τα δικά του αντάρτικα τραγούδια, αλλά και τα επαναστατικά των υπολοίπων, όπου σταθεί και όπου βρεθεί.
Ο τυφλός συνθέτης παίρνει σβάρνα τα καφενεία, τα κακόφημα στέκια του Πειραιά αλλά και τα πολιτιστικά κέντρα των λαϊκών συνοικισμών τραγουδώντας τους απαγορευμένους στίχους του κάτω από τις μύτες του γερμανικού ζυγού. Οι καλοθελητές ωστόσο τον τσακώνουν συχνά πυκνά, τα τσιράκια των Γερμανών και οι ταγματασφαλίτες, και τον κακοποιούν βάναυσα.
Όχι ότι καταλαβαίνει από ξύλο ο Μπαγιαντέρας, που δεν σταμάτησε να παίζει τα «επαναστατικά» του καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής και να καλεί τον ελληνικό λαό να πάρει τα βουνά για να διώξει τη γερμανική μπότα. Τα δικά του ρεμπέτικα αντιστασιακά που υμνούν όμως τον ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον Άρη (Βελουχιώτη), τα συνθήματα της Αντίστασης που υπήρχαν σε κάθε τοίχο, θα του έφερναν αργότερα ακόμα περισσότερες περιπέτειες.
Οι συνθήκες επιδεινώθηκαν στη δεκαετία του 1950, όταν μόνος και ξεχασμένος πέρασε και πάλι δύσκολες ώρες φτώχειας και πείνας στο καλυβάκι του στις Τζιτζιφιές με τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά, στιγματισμένος επιπρόσθετα ως αριστερός. Αν και αυτό δεν θα ήταν το τέλος.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν αναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον για τα ρεμπέτικα, ο Γκόγκος επανήλθε στη δημοσιότητα, όπως και οι άλλοι μεγάλοι ρεμπέτες, μέσω της επανακυκλοφορίας παλιότερων επιτυχιών του αλλά και με νέες ηχογραφήσεις, καθώς παρά τα χρόνια της επιβεβλημένης σιωπής ο ίδιος δεν σταμάτησε ποτέ να εκφράζεται μουσικά.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 θα κάνει μάλιστα μερικές σποραδικές εμφανίσεις σε αφιερώματα και επετειακές συναυλίες, καθώς το ανανεωμένο ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο δεν θα μπορούσε να τον αφήσει απέξω. Κουρασμένος ωστόσο από τις περιπέτειες της ζωής του αλλά και την αναπηρία του, ο Μπαγιαντέρας αποσύρθηκε από τα φώτα της δημοσιότητας στα στερνά του, ζώντας σχεδόν ερημίτης στο σπίτι του στο Περιστέρι, πλάι πάντα στην πολυαγαπημένη του σύζυγο.

Οι τίτλοι τέλους αρχίζουν να πέφτουν στις αρχές Οκτωβρίου του 1985, όταν υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και πέρασε ένα διάστημα στο νοσοκομείο. Παρά το γεγονός ότι βγήκε και ανέκαμψε, η υγεία του είχε πάρει την κάτω βόλτα. Ο μεγάλος ρεμπέτης έφυγε από τον κόσμο που τόσο αγάπησε και πάλεψε γι’ αυτόν στις 18 Νοεμβρίου 1985

1 σχόλιο:

ΑΦΗΣΤΕ ΜΑΣ ΕΔΩ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΑΣ